- ὑπέρδουλος
- ὑπέρδουλος, ὁ,A a slave and more, A.D.Synt.310.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέρδουλος — a slave and more masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρδουλος — ον, Α πιο πολύ και από δούλος, δούλος με τα όλα του … Dictionary of Greek